- διαπράττοντας
- διαπράσσωpass overpres part act masc acc pl (attic)διαπρά̱ττοντας , διαπράσσωpass overpres part act masc acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σόλοι — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κύπρου, αποικία των Αθηναίων, που είχε χτιστεί από τον εγγονό του Eρεχθέα, τον Αθηναίο Φάληρο. Αρχικά η πόλη ονομαζόταν Αιπεία, και την είχε χτίσει ο γιος του Θησέα Δημοφών πάνω σ’ ένα απότομο ύψωμα, γι’αυτό κι… … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
ουστάσι — οι υστικής οργάνωσης ουστάσα που ιδρύθηκε το 1929 στην Ιταλία και η οποία οργάνωσε τη δολοφονία τού βασιλιά Αλεξάνδρου Α Καραγεώργεβιτς και τού Γάλλου υπουργού Μπαρτού το 1934 στη Μασσαλία, ενώ από το 1941 ώς το 1945 είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
πέρθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (σχετικά με πόλεις) ερημώνω, αφανίζω και, κυρίως, καταλαμβάνω επιφέροντας καταστροφές, διαπράττοντας λεηλασίες ή αιχμαλωτίζοντας ανθρώπους («ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με πρόσ.) θανατώνω 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
Γιαγκούλας, Φώτης — (Μεταξάς Κοζάνης ; – Κατερίνη 1925). Περιβόητος λήσταρχος των αρχών του 20ού αι., που γεννήθηκε σε ένα χωριό στα Χάσια όρη. Τρομοκράτησε για πολλά χρόνια τη Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία, διαπράττοντας συνολικά περίπου σαράντα φόνους, γεγονός… … Dictionary of Greek
Λόντον, Τζακ — (Jack London, Σαν Φρανσίσκο 1876 – Γκλεν Έλεν, Καλιφόρνια 1916). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού συγγραφέα Τζον Γκρίφιθ (John Griffith). Εξώγαμο παιδί ενός πλανόδιου αστρολόγου, έζησε χαοτική και περιπετειώδη ζωή, πολλές φορές αλητεύοντας… … Dictionary of Greek